φρενολογικός

φρενολογικός
η , ό[ν] френологический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φρενολογικός" в других словарях:

  • φρενολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρενολογία («φρενολογικές μελέτες»). επίρρ... φρενολογικώς Ν από φρενολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενολογία. Το επίθ. φρενολογικός μαρτυρείται από το 1852 στον Χ. Παμπούκη, ενώ το επίρρ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • φρενολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρενολογία (βλ. λ.): Φρενολογικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρενολογικώς — Ν επίρρ. βλ. φρενολογικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»